- λιποναυτίου
- λῐπο-ναυτίου γραφή, indictmentA against one who deserts his ship or duty at sea, Poll.8.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποναύτιον — λιποναύτιον, τὸ (Α) [λιποναυτης] φρ. «λιποναυτίου γραφή» αγωγή εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε το πλοίο ή την υπηρεσία του στη θάλασσα … Dictionary of Greek